- επαγγελία
- η (Α ἐπαγγελία) [επαγγέλλομαι]1. υπόσχεση, διαβεβαίωση2. φρ. «γη τής επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)νεοελλ.φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενοςβ) (συνεκδοχικά) «γη τής επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρααρχ.1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῡ και ἀναγγέλλομεν ὑμῑν», ΚΔ)3. δήλωση, υπόδειξη4. το θέμα μιας πραγματείας5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος7. στον πληθ. αναζήτηση8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα9. (γενικά) κλήση.
Dictionary of Greek. 2013.